9 Μαρ 2010

“ΝΕΟΤΗΤΑ” και “ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ”


Απόσπασμα από το βιβλίο των Κώστα Δημόπουλου και Βασίλη Κουλαϊδή “Ελληνική Νεολάια: Όψεις κατακερματισμού”, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005.

Η μετάβαση από τη «νεότητα» στην «ενηλικίωση»

Σκοπός του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση μιας θεώρησης της διαδικασίας μετάβασης από τη νεότητα στην ενηλικίωση, με όρους μετάβασης των νέων από την «ιδιωτική» στη «δημόσια» θέαση της πραγματικότητας ώστε να γίνει δυνατή μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας ορισμένων ευρημάτων της έρευνάς μας.
Οι βασικοί όροι μετάβασης με τους οποίους συνήθως περιγράφεται η πορεία ενηλικίωσης των νέων ανθρώπων είναι (Green, Owen & Wilson, 2001):
...

1. Η μετάβαση από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, και
2. H εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας και η δημιουργία ανεξάρτητου νοικοκυριού (household). Να σημειώσουμε ότι το τελευταίο γεγονός μπορεί να συνδέεται, αλλά όχι απαραίτητα, με τη σύναψη σχέσης και/ή το γάμο καθώς και τη δυνατότητα προσωπικής οικονομικής αυτοδυναμίας.
Οι δύο αυτοί βασικοί όροι καθορίζουν σε γενικές γραμμές την πορεία ανεξαρτητοποίησης και χειραφέτησης, εντέλει την ίδια την πορεία προς την ενηλικίωση.
Σε παλαιότερες εποχές, όπου οι «προσωπικές βιογραφίες» των περισσότερων ήταν σχετικά γραμμικές (σπουδές–είσοδος στην αγορά εργασίας–επαγγελματική καταξίωση–γάμος, απόκτηση παιδιών, κλπ), οι μεταβάσεις αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως επαρκείς για να σηματοδοτήσουν τη διαδικασία ενηλικίωσης.
Στις σύγχρονες όμως κοινωνικές συνθήκες όπου όπως υποδεικνύουν τα ευρήματα μιας σειράς εμπειρικών ερευνών (Chisholm , 1992, Lagree, 1997, Green et al., 1999, Pollock, 1997), η διαδικασία ενηλικίωσης των νεαρών ατόμων έχει προ πολλού πάψει να είναι γραμμική και διακρίνεται αντίθετα για τον περίπλοκο, παλινδρομικό και χαοτικό της χαρακτήρα, οι παραπάνω όροι δεν φαίνεται να αποτελούν ασφαλή κριτήρια για την οριοθέτηση της πορείας ενηλικίωσης της νεολαίας.
Συγχρόνως οι αντίστοιχες «διαβατήριες τελετουργίες» δείχνουν να αδρανούν. Συγκεκριμένα, οι μεταβάσεις από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας και από την οικογενειακή εστία σε ανεξάρτητο νοικοκυριό δεν μπορούν να περιγράψουν αποτελεσματικά τη διαδικασία ενηλικίωσης, διότι η φύση των ορόσημων των αντίστοιχων φάσεων του βίου (Αγορά Εργασίας, Εκπαίδευση, Οικογένεια) έχει τα τελευταία χρόνια υποστεί σημαντικές αλλαγές (π.χ. ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, δια βίου εκπαίδευση, κρίση στο θεσμό της οικογένειας).
Δεδομένου λοιπόν (α) της έλλειψης γραμμικότητας στις βιογραφίες των ατόμων σήμερα αλλά και (β) της αλλαγής της φύσης ορόσημων στις βιογραφίες αυτές, οι προηγούμενα αντιθετικές μεταξύ τους ταυτότητες της «νεότητας» και της «ενηλικιότητας» μπορούν να βιώνονται ταυτοχρόνως από τα ίδια πρόσωπα μέσω των παρακάτω τριών μηχανισμών (European Group for Integrated Social Research, 2001):
• Κατατμημένες ζωές: τα νεαρά άτομα βιώνουν ταυτόχρονα εμπειρίες τόσο της νεανικής όσο και της ενήλικης ζωής. Για παράδειγμα ένα άτομο μπορεί να συμμετέχει στο εκπαιδευτικό σύστημα αλλά ταυτόχρονα να έχει πλήρη ελευθερία και υπευθυνότητα για τη ζωή του, ενώ ένα άτομο γύρω στα 30 μπορεί να έχει τη δική του επαγγελματική ζωή, ζώντας παράλληλα με τους γονείς του.
• Αιωρούμενες ζωές: τα άτομα δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ούτε ως νέους ούτε ως ενήλικες, καθώς έχουν ατονήσει τα κοινωνικά σημεία-ορόσημα μετάβασης από τη μία κατάσταση στην άλλη. Τα άτομα αυτά έχουν απολέσει εντελώς την αντίληψη της θέσης που κατέχουν στην κλίμακα της διαδοχής των γενεών (Bynner et al., 1997).
• Ταλαντούμενες ζωές: τα άτομα ταλαντώνονται συνειδητά ανάμεσα στις φάσεις της νεότητας και της ενηλικίωσης. Παράδειγμα τέτοιων ατόμων αποτελούν γονείς που παραμένουν εγκλωβισμένοι στη νεανική κουλτούρα, ή καταξιωμένοι επαγγελματίες που χορεύουν τα βράδια σε ρέιβ-πάρτι.
Κατά συνέπεια, φαίνεται λογικό να εισαγάγουμε το εναλλακτικό κριτήριο της μετάβασης των νέων από τον «ιδιωτικό» στο «δημόσιο» τρόπο θέασης των πραγμάτων για τη διερεύνηση της εγκατάλειψης της κοινωνικής ταυτότητας της «νεότητας» και την υιοθέτηση της κοινωνικής ταυτότητας του «ενήλικα».

Η μετάβαση από την ιδιωτική στη δημόσια θέαση των πραγμάτων ως κριτήριο μετάβασης από τη νεότητα στην ενηλικίωση
Η προηγούμενη συζήτηση έδειξε την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του κριτηρίου περιγραφής της κοινωνικής ταυτότητας του «νέου» ή του «ενήλικα». Ένα τέτοιο κριτήριο μπορεί κατά τη γνώμη μας να αποτελέσει η διάκριση μεταξύ του «ιδιωτικού» και του «δημόσιου» τρόπου θέασης των πραγμάτων.
Το κριτήριο που προτάθηκε επιτρέπει την αποτύπωση των περίπλοκων διαδικασιών μέσω των οποίων οι νέοι άνθρωποι αποκτούν σταδιακά τη θέαση ενός ανεξάρτητου και αυτόνομου πολίτη που έχει εσωτερικεύσει τις αρχές λειτουργίας των κυρίαρχων θεσμών μιας κοινωνίας όπως είναι η Εκπαίδευση, η Οικονομία, η Αγορά Εργασίας, η Πολιτική, ο Πολιτισμός, η Επιστήμη κλπ (Jones & Wallace, 1992). Απαιτούνται ειδικότερα όροι περιγραφής του βαθμού στον οποίο οι νέοι άνθρωποι έχουν αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό τα εργαλεία σκέψης που θα τους επιτρέψουν να συμμετάσχουν με ισότιμους όρους σε μια κοινωνία ενηλίκων πολιτών ή αντιθέτως μένουν εγκλωβισμένοι σε φαντασιώσεις μεγαλείου και παντοδυναμίας όπου το επιθυμητό και το πραγματικό αντιμετωπίζονται ως ένα και το αυτό (Λιποβατς, 1988, Τσελίκα, 1991).
Με τον όρο «ιδιωτική» θέαση εννοούμε τον τρόπο πρόσληψης των κοινωνικών περιστάσεων που συγκροτείται στη βάση ατομοκεντρικών στοχεύσεων που βασικά υπαγορεύονται από τα βιωματικά, ιδιοσυγκρατικά και συναισθηματικά στοιχεία ενός ατόμου. Η θεώρηση αυτή των πραγμάτων, θα λέγαμε ότι παραπέμπει στην υιοθέτηση ενός ναρκισσιστικού μοντέλου ζωής που μέχρι ενός βαθμού ευνοεί νέες εκδοχές ατομικότητας στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες (Bauman, 2001). Η στάση αυτή φαίνεται να τροφοδοτείται από την αναδίπλωση της νεολαίας σε μια περισσότερο βραχυπρόθεσμη προοπτική για τη ζωή της σε έναν κόσμο αμφίβολου ή και δυσοίωνου μέλλοντος στον οποίο κλυδωνίζονται παραδοσιακές αξίες και θεσμοί και που τα δεδομένα αλλάζουν με υπερβολική ταχύτητα, ώστε κάποιος να είναι σε θέση να συνδυάσει την ατομική του προοπτική με την προοπτική του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου (Hicks, 1996).
Από την άλλη πλευρά και αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τον «ιδιωτικό» τρόπο θέασης, ο «δημόσιος» τρόπος θέασης συγκροτείται με βάση τον προσανατολισμό του ατόμου προς περισσότερο συλλογικές επιδιώξεις και την εναρμόνιση της λειτουργίας του με βάση ορθολογικά θεσπισμένες αντικειμενικοποιημένες δομές και αντίστοιχους γενικούς κανονισμούς. Κατά την υιοθέτηση αυτού του τρόπου θέασης, τα βιωματικά, ιδιοσυγκρατικά και συναισθηματικά στοιχεία θεώρησης της πραγματικότητας ατονούν και στη θέση τους τείνουν να εισάγονται κανονιστικά (normative) και ορθολογικά πλαίσια ερμηνείας της. Εάν ο ατομικός τρόπος θέασης παραπέμπει σε ένα ναρκισσιστικό μοντέλο ζωής, ο δημόσιος τρόπος θέασης θα λέγαμε ότι παραπέμπει σε ένα μοντέλο ζωής το οποίο στηρίζεται στο ανθρωπολογικό πρότυπο του ατόμου-πολίτη (citizenship) που δίνει έμφαση περισσότερο σε συλλογικά από ατομικά προτάγματα (π.χ. προστασία του περιβάλλοντος, διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων, κλπ).
Ο λόγος που ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τρόπος θέασης των πραγμάτων φαίνεται να αντιστοιχούν με τις κοινωνικές ταυτότητες της «νεότητας» και της «ενηλικιότητας» είναι η σε σημαντικό βαθμό αλληλεπικάλυψη των χαρακτηριστικών τους. Έτσι, εάν κανείς αναζητήσει τα επιμέρους στοιχεία με βάση την οποία τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα (Erickson, 1968, Rosenmayr & Allerbeck, 1979, Wallace & Cross, 1990, Chartier, 1988, Griffin, 1993) έχουν προσδιορίσει ως συστατικά της ιστορικής διαδικασίας του κοινωνικού προσδιορισμού της νεολαίας θα καταλήξει στα ακόλουθα χαρακτηριστικά (Τσελίκα, 1991, Ασδραχάς, κ.ά,, 1986):
• Έλλειψη δέσμευσης από την κοινωνική κατάσταση
• Περιορισμός του ζωτικού κοινωνικού χώρου στα όρια της «κοινότητας» και
• Υπερμεγέθυνση του εγώ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού είναι αρκετά ασαφές, αν ληφθεί υπόψη, αφενός μεν, ο «εποικισμός του δημόσιου χώρου από τον ιδιωτικό» (Habermas, 1987, Bauman, 2001) αφετέρου δε, η σταδιακή μείωση της σαφήνειας των ορίων, του κανονιστικής προέλευσης, διαχωρισμού του συμφέροντος/ενδιαφέροντος σε ιδιωτικό και δημόσιο.
Η διαφοροποίηση ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τρόπο θέασης των πραγμάτων επέρχεται συνήθως μέσω της σταδιακής απομάκρυνσης του ατόμου από τη δομή της οικογένειας, η οποία ενισχύει κατά τεκμήριο έναν ιδιωτικό τρόπο θέασης, και της ένταξής του σε ευρύτερα κοινωνικά σύνολα εντός των οποίων αδυνατίζουν οι δομές οικειότητας και η αποτελεσματική ενσωμάτωση των ατόμων επιτελείται μέσω της εσωτερίκευσης των γενικευμένων και αφηρημένων κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά μέρη, και επομένως αφαιρούν από τις κοινωνικές σχέσεις τον προσωπικό χαρακτήρα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τρόπος θέασης είναι φυσικό να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο. H υιοθέτηση του ιδιωτικού και του δημόσιου τρόπου θέασης των πραγμάτων δεν αποτελούν δυο εντελώς αυτόνομες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα ξεχωριστά η μία από την άλλη στη συνείδηση του ατόμου. Αντιθέτως, πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σύμφωνα μάλιστα με τους Berger & Luckmann (2003, σ.244), υπάρχει «…μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην αντικειμενικά αποδιδόμενη και την υποκειμενικά οικειοποιημένη ταυτότητα». Η διαλεκτική αυτή σχέση εντός της προσωπικότητας του ατόμου, διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο αυτό εσωτερικεύει τη διαλεκτική που αναπτύσσεται σε επίπεδο κοινωνικών θεσμών ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο, όπως άλλωστε υποδεικνύουν και πολλές εμπειρικές έρευνες δομο-λειτουργικής κατεύθυνσης (Furlog & Cartmel, 1997, Nagel & Wallace, 1997, Rudd & Evans, 1998).
Παρά την προαναφερθείσα σχέση ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τρόπο θέασης, το μέτρο που κρίνει το βαθμό ενηλικίωσης ενός νεαρού ατόμου είναι κατά πόσο υιοθετεί τον ιδιωτικό τρόπο θέασης μόνο σε περιοχές που κυριαρχούνται από δομές οικειότητας και την επικράτηση βιωματικών και συναισθηματικών στοιχείων (π.χ. διαπροσωπικές σχέσεις) και προκρίνει το δημόσιο τρόπο θέασης σε περιοχές που κυριαρχούνται από αντικειμενικοποιημένους κανόνες και μηχανισμούς λειτουργίας (π.χ. Πολιτική, Οικονομία, Αγορά εργασίας, Εκπαίδευση, κλπ). Στο βαθμό λοιπόν που το άτομο δεν προτάσσει την ιδιωτική θέαση σε χώρους του δημόσιου βίου με αντικειμενικοποιημένη λειτουργία, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχει επιτύχει ένα σημαντικό βαθμό ενηλικιότητας.
Προκειμένου να διευκρινισθεί καλύτερα το νόημα των όρων ιδιωτικός και δημόσιος τρόπος θέασης των πραγμάτων, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα η απαξία που επιδεικνύουν οι νέοι για την Πολιτική. Εάν η απαξία αυτή έχει ως αφετηρία την αδυναμία μιας μερίδας των πολιτικών προσώπων να εξυπηρετήσει τα στενά ατομικά συμφέροντα του νέου (π.χ. διορισμό στο δημόσιο), τότε υιοθετείται ένας ιδιωτικός τρόπος θέασης που εδράζεται σε μια πελατειακή και άρα ατομικιστική πρόσληψη της Πολιτικής. Εάν αντίθετα η απαξία για την Πολιτική εκκινεί από τη θεώρηση ότι το πολιτικό προσωπικό αποδεικνύεται αναποτελεσματικό στη διαχείριση του δημόσιου συμφέροντος, τότε υιοθετείται ένας δημόσιος τρόπος θέασης που συνάδει περισσότερο με την κοινωνική ταυτότητα του ενήλικα, αυτόνομου και ολοκληρωμένου πολίτη.