9 Ιουλ 2010

ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ KΑΙ O ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥΣ


Της Ελπίδας Παππά, MA Κοινωνιολόγος

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
Πριν ξεκινήσει η εισήγηση που αφορά τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες καλόν είναι να ξεκαθαριστεί καταρχήν το τι είναι οι κοινωνικές ομάδές. O άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και η ζωή του χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή του σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Έκδηλο είναι ότι ένας ορισμός της ομάδας σαν «ο αριθμός ατόμων συγκεντρωμένων σε κάποια περιοχή» είναι ελλιπής, π.χ. δέκα άτομα στη στάση ενός λεωφορείου δεν αποτελούν κοινωνική ομάδα. Ύστερα από μακροχρόνια μελέτη περί των χαρακτηριστικών των κοινωνικών ομάδων, αλλά και τους διαφορετικούς ορισμούς, οι κοινωνικοί επιστήμονες φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι η κοινωνική ομάδα είναι ένα δυναμικό σύνολο ατόμων με κάποιο σκοπό που κάτω από συνθήκες που ευνοούν την ενότητα, εξελίσσεται σε ένα οργανωμένο σύστημα με ...

αλληλοεξαρτώμενους ρόλους, θεσμούς, άξιες, στάσεις και ομοιογενή συμπεριφορά, που ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών της. Η πρώτη κοινωνική ομάδα της οποίας το άτομο αποτελεί μέλος είναι η οικογένεια.

ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
Ως ευπαθείς κοινωνικές ομάδες χαρακτηρίζονται οι πληθυσμιακές ομάδες από τις οποίες αποτρέπεται η πλήρης συμμετοχή στην οικονομική, κοινωνική, και πολιτική ζωή ενός τόπου ή η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, σε εισοδήματα και άλλους πόρους. Ο πίνακας που ακολουθεί παρουσιάζει τις κοινωνικές ομάδες που θεωρούνται ευπαθείς.
• Τα άτομα με ειδικές ανάγκες
• Τα εξαρτημένα από διάφορες ουσίες άτομα (ναρκωτικά, κ.α.)
• Οι αλκοολικοί
• Τα άτομα που βρίσκονται σε διαδικασία απεξάρτησης ή έχουν ολοκληρώσει την διαδικασία απεξάρτησης
• Άτομα με πνευματικές/ψυχικές διαταραχές ή χρόνια προβλήματα υγείας
• Αποφυλακισμένοι / Ανήλικοι παραβάτες
• Παλιννοστούντες
• Άτομα με γλωσσικές, πολιτισμικές ή άλλες ιδιαιτερότητες, όπως οι τσιγγάνοι, Πομάκοι, κ.λπ.,
• Πρόσφυγες
• Μετανάστες
• Γυναίκες
• Κακοποιημένες Γυναίκες (θύματα βίας ή ενδοοικογενειακής βίας ή trafficking)
• Γυναίκες με αναπηρία-ειδική ομάδα
• Ηλικιωμένοι
• Άνεργοι (υποομάδες ηλικιωμένοι, νέοι, μακράς ή σύντομης διάρκειας)
• Άποροι, άτομα που βιώνουν φτώχεια
• Κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών
• Άστεγοι

Σύμφωνα με το αρ. 32 του Ν. 1566/85 ως άτομα με ειδικές ανάγκες (AμεA) θεωρούνται όσοι «πάσχουν από ειδικές ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες οφειλόμενες σε φυσικούς, διανοητικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, σε τέτοιο βαθμό, που είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να συμμετάσχουν στη γενική και επαγγελματική κατάρτιση, να εξεύρουν εργασία ή να έχουν πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία». Στην Ε.Ε. έχει αποδειχτεί ότι περισσότεροι από 38 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κάποια αναπηρία. Γεγονός αποτελεί το ότι υπάρχουν πολλοί φραγμοί και έντονη προκατάληψη απέναντι στα ΑμεΑ παρ' όλες τις προσπάθειες του Ευρωπαϊκού κράτους και παρόλη την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την ισότιμη εφαρμογή των δικαιωμάτων τους. Ωστόσο παρατηρείται ότι σε μεγάλο βαθμό ότι δεν έχουν πρόσβαση και δικαιώματα στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στην πρόληψη της αναπηρίας και στην πρόσβαση σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής γενικότερα. Για παράδειγμα, σήμερα στην εκπαίδευση συμμετέχει ένας μαθητής με ειδικές ανάγκες στους δέκα. Η ειδική αγωγή συρρικνώνεται με το κλείσιμο των ειδικών σχολείων, ενώ τα κέντρα διάγνωσης, αξιολόγησης και υποστήριξης ατόμων με ειδικές ανάγκες είναι περιορισμένα και πολλά από αυτά δυσλειτουργούν. Η ανεργία των ατόμων με ειδικές ανάγκες είναι έξι φορές υψηλότερη σε σχέση με τη μέση ανεργία και η προσβασιμότητα των αναπήρων στους τομείς της καθημερινής ζωής αποτελεί ακόμα ανεκπλήρωτο όνειρο. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός ατόμων που χρίζουν φυσικής αποκατάστασης δεν βρίσκουν δημόσιο κέντρο αποκατάστασης διότι ο αριθμός των κέντρων αυτών είναι μικρός, όπως και ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών.
Ο αλκοολισμός και η τοξικομανία είναι οι καταστάσεις χρόνιας ή περιοδικής δηλητηρίασης του οργανισμού προερχόμενες από χρόνια χρήση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών με αποτέλεσμα να δημιουργείται εξάρτηση του ατόμου στις ουσίες αυτές, αλλά και αδυναμία να σταματήσει από μόνο του τη χρήση τους. Ο αλκοολισμός και η τοξικομανία εκτός από τις οργανικές αλλοιώσεις που μπορεί να προκαλέσουν, επιδρούν σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ψυχισμό του ατόμου μεταβάλλοντας της προσωπικότητα του και προκαλούν διαταραχές διαφόρων ειδών στην συμπεριφορά του, οι οποίες έχουν βαρύτατες επιπτώσεις στις σχέσεις του ατόμου με το οικογενειακό και το κοινωνικό του περιβάλλον. Για το λόγο αυτό οι δηλητηριάσεις αυτές συνιστούν σοβαρότατα κοινωνικά προβλήματα που επιβάλλεται να αντιμετωπίζονται με μέτρα κοινωνικής αντίληψης από την Πολιτεία. Ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση αλκοολικών και τοξικομανών είναι αναπόφευκτος, και αμαυρώνει τα άτομα αυτά ακόμα και όταν έχουν απεξαρτηθεί. Οι οργανωμένες δομές απεξάρτησης από το αλκοόλ και τις τοξικές ουσίες είναι περιορισμένες και η λειτουργία τους χωλαίνει. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην περίπτωση των ατόμων με ψυχικές διαταραχές ή χρόνια προβλήματα υγείας. Παρόλο που οι Πολιτεία κάνει φιλότιμες προσπάθειες για την ευνοϊκή μεταχείριση και επανένταξη τους, ωστόσο δεν έχουν αποδειχθεί αρκετές και ο στιγματισμός των ανθρώπων αυτών από τους «φυσιολογικούς» παραμένει ιδιαίτερα έντονος.
Αποφυλακισμένοι και ανήλικοι παραβάτες είναι όπως και οι παραπάνω ομάδες, άτομα που θεωρούνται περιθωριοποιημένα και φαίνεται ότι θα κουβαλούν εσαεί την ταμπέλα του εγκληματία και του «παράνομου» παρελθόντος τους. Η μέριμνα και για την ομάδα αυτή είναι περιορισμένη όπως και οι δυνατότητες και ευκαιρίες συμμετοχής των μελών της σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ζωής. Η αδυναμία πρόσβασης τους στην αγορά εργασίας έχει ως φυσικό επακόλουθο την δραματική επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης το οποίο ενδεχομένως να εξωθήσει τα άτομα αυτά σε νέες παραβατικές συμπεριφορές.
Τα τελευταία 15 χρόνια η χώρα μας έχει δεχθεί ένα αρκετά μεγάλο ρεύμα παλιννοστούντων ομογενών που έχουν έρθει κυρίως από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα άτομα αυτά διαβιούν σε συνοικισμούς χωρίς υποδομές, αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξής τους στην αγορά εργασίας, δεν υπάρχει επαρκής πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας και δεν αξιοποιούνται οι γνώσεις και οι εμπειρίες που είχαν αποκτήσει στις χώρες προέλευσής τους.
Τα περίπου 200.000 άτομα με γλωσσικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές ή άλλες ιδιαιτερότητες, όπως οι τσιγγάνοι, πομάκοι κ.α., που ζουν στη χώρα μας, αντιμετωπίζουν σήμερα οξυμένα προβλήματα. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι ανεπίτρεπτες ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των διαβιούντων σε καταυλισμούς με ανύπαρκτες υποδομές και μηδαμινές συνθήκες υγιεινής. Τεράστιες δυσκολίες παρατηρούνται και όσον αφορά τη συμμετοχή των παιδιών της ομάδας αυτής στο σχολείο,
ενώ πολλά είναι εκείνα τα παιδιά που παρατούν το σχολείο κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.
Οι Έλληνες μουσουλμάνοι αποτελούν μια άλλη ευπαθή κοινωνική ομάδα. Η έλλειψη ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής πολιτικής για τον πληθυσμό αυτό, έχει ως αποτέλεσμα να είναι στην πλειοψηφία τους αναλφάβητοι και επομένως ο βαθμός ανεργίας τους να είναι μεγάλος. Επιπλέον, παρόλο που είναι Έλληνες φορολογούμενοι πολίτες, δεν απολαμβάνουν βασικά κοινωνικά αγαθά.
Έχει παρατηρηθεί ότι σήμερα η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Οι οικονομικοί μετανάστες που τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ανέρχονται στο 7% του πληθυσμού αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα διαβίωσης, εργασίας, πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και επικοινωνίας. Η χαμηλόμισθη και σκληρή σωματική εργασία, αλλά και οι πιέσεις αποδοχής της κυρίαρχης κουλτούρας με την ταυτόχρονη ανάγκη τους για τη διατήρηση των εθνικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας, αποτελούν πιέσεις που οδηγούν τους μετανάστες σε μια τάση αποστασιοποίησης τόσο από το έθνος καταγωγής τους, όσο και από τη χώρα υποδοχής τους. Επιπροσθέτως, η διάσπαση της οικογένειας τους, τα γλωσσικά και οικονομικά τους προβλήματα, οι δυσκολίες απόκτησης νόμιμης υπόστασης στην Ελλάδα, δυσκολεύουν κατά πολύ την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία. Οι μετανάστες φαίνεται να αιωρούνται ανάμεσα σε δυο κόσμους: τη μητέρα πατρίδα και τη χώρα υποδοχής.
Μια ειδική κατηγορία πληθυσμού, σε βάρος της οποίας λειτουργούν πολλαπλές διακρίσεις και ποικίλες μορφές αποστέρησης που οδηγούν με τη σειρά τους στην περιθωριοποίηση της, αποτελούν οι γυναίκες. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αποκλείονται από την πλήρη συμμετοχή τους στον οικονομικό και κοινωνικό τρόπο ζωής, που απολαμβάνουν οι πολλοί. Πράγματι, στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να συνοδεύεται από ένα πέπλο δυσπιστίας και αμφισβήτησης των ικανοτήτων τους, λόγω των βαθιά ριζωμένων στην καρδιά του έλληνα παραδόσεων και προκαταλήψεων. Ακόμη πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τις μονογονεϊκές οικογένειες. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες, ανύπαντρες μητέρες, οι οποίες μεγαλώνουν μόνες και με τεράστιες δυσκολίες τα παιδιά τους και στις περισσότερες περιπτώσεις δίχως επαρκείς οικονομικούς πόρους και δίχως αξιόλογη κοινωνική προστασία από την Πολιτεία. Περάν του γεγονότος αυτού, ο στιγματισμός τους φαίνεται αναπόφευκτός, ενώ η εκμετάλλευση την οποία κινδυνεύει να υποστεί μια τέτοια ομάδα προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει, είναι τεράστια. Μια εξίσου εξαιρετικά ευάλωτη ομάδα είναι αυτή των γυναικών που έχουν πέσει θύματα κακοποίησης (θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή άλλης μορφής βίας ή trafficking). Πρόκειται για γυναίκες με κλονισμένο ψυχισμό και υποβιβασμένη προσωπικότητα λόγω της βίας την οποία έχουν υποστεί. Τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε άθλια οικονομική και ψυχολογική κατάσταση γεγονός που δυσχεραίνει τις ευκαιρίες διεκδίκησης μιας «θέσης στον ήλιο». Δυστυχώς και πάλι, τα κέντρα μέριμνας, οι δομές και οι υπηρεσίες βοήθειας της ομάδας αυτής, είναι περιορισμένα και δυσλειτουργούν. Οι γυναίκες - άτομα με αναπηρίες αποτελούν μία ειδική κατηγορία πληθυσμού, που εμφανίζει ιδιαιτερότητες, οφειλόμενες αφενός μεν στη βιολογική διαφοροποίησή τους από τους άνδρες, και αφετέρου δε στις ιδιαίτερες δυσλειτουργίες και ανεπάρκειες, που τις οδηγούν, δυστυχώς, στην αντιμετώπισή τους σαν ανίσχυρα και ανίκανα άτομα. Πράγματι οι γυναίκες αυτές υφίστανται πλήθος περιορισμών και στερήσεων σε ποικίλους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και επαγγελματικής τους ζωής, που τους επιβάλει τον εγκλωβισμό σε μία κατάσταση διπλού κοινωνικού αποκλεισμού, αφενός μεν λόγω του φύλου τους, αφετέρου δε λόγω των αναπηριών τους.
Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι ηλικιωμένοι και κυρίως εκείνοι που βρίσκονται μόνοι στη ζωή. Η πενιχρή σύνταξη, η αδυναμία πρόσβασης στα νοσοκομεία και η έλλειψη ή δυσλειτουργία γηροκομείων και χώρων φιλοξενίας, αποτελούν προβλήματα που η Πολιτεία έχει υποχρέωση να λύσει, εφόσον αυτοί της πρόσφεραν τα καλύτερα και πιο δημιουργικά τους χρόνια. Τελευταία έχουν βέβαια αναπτυχθεί κάποια πολύ αξιόλογα προγράμματα, όπως το «βοήθεια στο σπίτι». Δυστυχώς όμως τα προγράμματα αυτά που λειτούργησαν στα πλαίσια των Δήμων, με χρηματοδότηση του Β' ΚΠΣ και με συμβασιούχους εργαζόμενους, δεν φαίνεται να είχαν στήριξη από τον κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα σήμερα να αμφισβητείται η τύχη τους.
Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι νέοι αναφορικά με την εξεύρεση εργασίας. Στις μέρες μας η ανεργία αυξάνεται ραγδαία και οι πιθανότητες εργασίας ενός νέου - παρόλα τα εξαιρετικά προσόντα που μπορεί να διαθέτει- μειώνονται ολοένα, λόγω της υπερπροσφοράς εργασίας, της έλλειψης θέσεων εργασίας σε συνδυασμό με τον διαρκώς αυξανόμενο ανταγωνισμό και τις επίπονες διαδικασίες επιλογής στον ιδιωτικό τομέα. Η εποχή που κανείς μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια την επαγγελματική του σταδιοδρομία έχει περάσει ανεπιστρεπτί, παραχωρώντας τη θέση της στην επαγγελματική αβεβαιότητα και τις συχνές αλλαγές στην εργασιακή κατάσταση του ατόμου. Στα πλαίσια αυτά οι μακροχρόνια άνεργοι συνιστούν μια ομάδα, μια κατηγορία εργαζομένων που πλήγεται σοβαρά. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ως ποσοστό του συνόλου των ανέργων αυξαίνεται συνεχώς. Δεδομένου ότι το επίδομα ανεργίας στην Ελλάδα χορηγείται μόνο για 12 μήνες, είναι προφανές ότι αποκλείονται απo αυτό οι μακροχρόνιοι άνεργοι. Μετά το 12μηνο το μόνο επίδομα που υπάρχει είναι το «επίδομα μακροχρονίως ανέργων», η χορήγηση του οποίου περιορίζεται σε 12 μήνες με δυνατότητα ανανέωσης. Ουσιαστικά όμως δεν αφορά όλους του μακροχρόνια ανέργους αλλά μόνο όσους πληρούν μια σειρά προϋποθέσεων. Τεράστιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν με την επαγγελματική τους αποκατάσταση και συνεπώς τη συνταξιοδότηση τους και οι άνεργοι άνω των 45 ετών, εφόσον έχουν να ανταγωνιστούν νέους με εξαιρετικές σπουδές, φιλοδοξίες και έντονη διάθεση για δουλειά.
Μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που ζει σε συνθήκες ανέχειας και εξαθλίωσης είναι τα άτομα που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή οι «φτωχότεροι των φτωχών», οι «αόρατοι άνθρωποι», οι «εκτός των τειχών», αυτοί που δεν λαμβάνουν καμιά βοήθεια από πουθενά.
Οι κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών αντιμετωπίζουν και αυτοί πολλαπλά προβλήματα περιθωριοποίησης και αποκλεισμού από το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι της σύγχρονης πραγματικότητας, λόγω της γεωγραφικής θέσης στην οποία έτυχε να γεννηθούν και να κατοικούν. Η εύρεση εργασίας των ατόμων αυτών περιορίζεται λόγω της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας των περιοχών αυτών, η εκπαίδευση χωλαίνει μιας και τα σχολεία στις περιοχές αυτές είναι λιγοστά και η επαφή με τον «έξω κόσμο» είναι αρκετά δύσκολή. Ανάλογες συνθήκες και αντίστοιχες δυσκολίες βιώνουν καθημερινώς και όλες οι υπόλοιπες ευπαθείς ομάδες, λ.χ. άστεγοι κ.ο.κ.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται το εύρος και η πολυπλοκότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλες οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, εργασία, υγεία, στέγαση, ψυχαγωγία κ.α.), Οι προσπάθειες που έχουν γίνει έως και σήμερα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών δεν έχουν αποβεί καρποφόρες και αποδεικνύεται έτσι ότι οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού δεν προστατεύονται με επάρκεια. Παρόλο που η σύγχρονη κοινωνία και η Πολιτεία προσπαθεί να ενισχύσει κοινωνικά, νομικά και οικονομικά τις παραπάνω ομάδες, ωστόσο παρατηρείται έντονη προκατάληψη και στιγματισμός των ομάδων αυτών, συνεχής συρρίκνωση των δικαιωμάτων και των παροχών τους, έλλειψη και δυσλειτουργία των δομών και υποδομών βοήθειας, ελλιπής πρόσβαση σε υπηρεσίες και στην αγορά εργασίας, με επακόλουθο τη δραματική επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης. Μοιραία λοιπόν τα άτομά αυτά οδηγούνται στη φτώχεια αλλά και σε ένα λαβύρινθο άλλων αρνητικών και σοβαρών συνεπειών όπως η εκδήλωση παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών.

Η συνέχεια και το πλήρες κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ