5 Δεκ 2010

Η διαδικασία οµογενοποίησης εµπειρικών κοινωνικών ερευνών

Των ∆ρ. Γιάννη Κάλλα και Λιναρδή Απόστολου
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)



Στην εργασία αυτή εξετάζεται η σηµασία και οι επιπτώσεις της οµογενοποίησης.

1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το επιστηµονικό αντικείµενο µιας επιστήµης συνιστά την επιστηµονική γνώση του πραγµατικού αντικειµένου το οποίο η ίδια η επιστήµη υποδεικνύει και περιγράφει. Είναι δηλαδή µία αναπαράσταση. (Μπαλτάς σελ. 52) Το επιστηµονικό αντικείµενο µιας επιστήµης δεν δίδεται από τις ιδέες τις οποίες διαµορφώνουν οι πρακτικές και θεωρητικές ιδεολογίες που σκοπεύουν το πραγµατικό της αντικείµενο. (Μπαλτάς σελ. 53) Με άλλα λόγια οι βασικές έννοιες πρέπει να γνωρίζονται µέσα από τις σχέσεις τους, όπως ακριβώς τα µαθηµατικά αντικείµενα ορίζονται πραγµατικά µέσω της σύνδεσης τους από ένα αξίωµα. Οι παράλληλοι υπάρχουν µετά το αίτηµα του Ευκλείδη όχι πριν. Με θετικότερους όρους, αυτό σηµαίνει πώς η ουσία της ψυχολογίας του επιστηµονικού πνεύµατος κρύβεται στον αναστοχασµό που µεταβάλει ένα νόµο, αποτέλεσµα πειραµατικής ανακάλυψης, σε κανόνα πρόσφορο για την ανακάλυψη νέων γεγονότων. (Bachelard σελ. 136)...

Η επιστηµονική γνώση του πραγµατικού αντικειµένου µιας επιστήµης είναι πάντοτε επιστηµονικά ατελής. (Μπαλτάς σελ. 53)
2 Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΉ ∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
2.1 Τα κοινωνικά φαινόµενα
Τα κοινωνικά φαινόµενα δεν αναφέρονται σε φυσικά αντικείµενα (µε τον όρο φυσικά αντικείµενα ορίζουµε εδώ τα αντικείµενα πού ανήκουν στον κόσµο των κατά χώρο και χρόνο υλικών σωµάτων (βλ. Husserl σελ. 62)). Αναφέρονται σε αντικείµενα που αν και άυλα έχουν ουσία και µε αυτήν την έννοια νοούνται ως πραγµατικά. Μόνο µεταφορικά µπορούµε να µιλήσουµε για παράδειγµα για την πραγµατικότητα των µαθηµατικών αντικειµένων αφού δεν συνιστούν οντότητες που υπάρχουν
ανεξάρτητα από το υποκείµενο. Παρόλα αυτά η µεταφορά δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί, φθάνει να αναγνωρίζεται ως τέτοια, καθώς υπάρχει όντως µία πραγµατικότητα που υποβαστάζει τις µαθηµατικές δοµές και τη µαθηµατική δραστηριότητα και συγκεκριµένα η ορθολογική δραστηριότητα των ορθολογικών υποκειµένων (βλ. Τίles.σελ. 171).
«Αν τα φαινόµενα, ως φαινόµενα δεν αποτελούν φύση, έχουν πάντως µια ουσία που
είναι δυνατόν να συλληφθεί µε µία άµεση θέαση κατά τρόπο σύµµετρο» (βλ. Husserl
σελ. 72). Μπορούν εποµένως να αποτελέσουν αντικείµενο για µια εγκυρότητα
διϋποκειµενική .
«Έχει όµως αποφασιστική σηµασία η επίγνωση ότι η ουσιακή θέαση κάθε άλλο παρά
«εµπειρία» µε την έννοια του αντιληπτικού ενεργήµατος, της ανάµνησης, ή άλλων
ισότιµων ενεργηµάτων είναι: και ακόµη κάθε άλλο παρά εµπειρική γενίκευση που
µέσα στο νόηµα της θέτει υπαρκτικά και την ατοµική ύπαρξη κάποιας εµπειρικής
µερικότητας. Η θέαση συλλαµβάνει την ουσία ως είναι της ουσίας και µε κανένα
τρόπο δεν θέτει το υπάρχειν. Εποµένως η γνώση της ουσίας δεν είναι γνώση ενός
"matter of fact".
Τα κοινωνικά φαινόµενα είναι φαινόµενα ιστορικά, µε την έννοια ότι δεν µπορούν να
αναχθούν απόλυτα σε κάποιες αρχικές φυσικές αιτίες που τα δηµιουργούν και τις
οποίες αν γνωρίζαµε θα µπορούσαµε να τα αναπαράγουµε. Είναι αποτέλεσµα µιας
συγκεκριµένης ιστορικής διαδροµής και µιας συγκυρίας.
Τα κοινωνικά φαινόµενα είναι στατιστικού χαρακτήρα. Προκύπτουν από την
αλληλεπίδραση ατοµικών συµπεριφορών στην οποία ενυπάρχει το τυχαίο.
Αν η φυσική αρκείται λοιπόν στην παρατήρηση αντικειµένων που είναι όλα του ιδίου
τύπου (στερεά σώµατα), οι κοινωνικές επιστήµες είναι υποχρεωµένες να παρατηρούν
ένα µεγάλο πλήθος αντικειµένων που περιγράφονται ωστόσο από ένα σηµαντικό
πλήθος διαφορετικών τύπων αντικειµένων. Η όποια παρατήρηση λοιπόν των
κοινωνικών φαινοµένων, βασίζεται στη συγκρότηση ενός πολύ διαφορετικού
συστήµατος παρατηρησιακών όρων. Αν θέλουµε να συγκρίνουµε εποµένως τις
µεθόδους παρατήρησης των κοινωνικών επιστηµών µε κάποια άλλη φυσική
επιστήµη, τότε το παράδειγµα της νευτώνειας φυσικής θα ήταν εντελώς ακατάλληλο.
Πιο κοντά ίσως θα µπορούσε να είναι το παράδειγµα της χηµείας. Εκεί η ατοµική
θεωρία άνοιξε το δρόµο σε µία επιστηµονική πρακτική που βασίζεται στον πίνακα
των στοιχείων. Το περιοδικό σύστηµα των στοιχείων είναι αυτό που της επέτρεψε να
διαµορφώσει ένα σηµαντικό πλήθος διαφορετικών τύπων αντικειµένων (των
στοιχείων) και µε τη βοήθεια αυτών να προσδιορίσει τη χηµική συµπεριφορά (τις
χηµικές αντιδράσεις και τις χηµικές ενώσεις). Ανάλογες παρατηρήσεις µπορούµε να
κάνουµε και για τη µελέτη άλλων αντικειµένων, όπως για παράδειγµα τη γλώσσα. Στη µελέτη της γλώσσας οι κανόνες της γραµµατικής ή του συντακτικού δεν αρκούν
για να περιγράψουν τα γλωσσικά φαινόµενα. Απαιτείται αντίθετα η συγκρότηση ενός
λεξικού που αν και πεπερασµένο περιέχει ωστόσο ένα σηµαντικό πλήθος λέξεων µε
βάση τις οποίες µπορεί να προσδιοριστεί η γλωσσική συµπεριφορά.
Τα κοινωνικά φαινόµενα χρειάζονται λοιπόν έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο
εµπειρικής παρατήρησης από τα φυσικά φαινόµενα.
2.2 Η εµπειρική έρευνα
Σύµφωνα µε τον Μπασελάρ (βλέπε Tiles, Bachelard. σελ 166), η επιστηµονική
πρόοδος είναι το προϊόν ενός διηνεκούς διαλόγου ανάµεσα στον ορθό λόγο και την
πραγµατικότητα. Συνιστά προϊόν της διαπλοκή ς των θεωρητικών και των εµπειρικών
συλλήψεων των υπό διερεύνηση οντοτήτων.
2.2.1 Η διαδικασία της επιστηµονικής εµπειρικής έρευνας
Η επιστηµονική γνώση οφείλει να γνωρίζει τα αντικείµενα της και εµπειρικά και
θεωρητικά . Οφείλει να τα καθιστά «αφηρηµένα - συγκεκριµένα». Αυτό το
χαρακτηριστικό το αποκτούν µόνο προοδευτικά τα αντικείµενα ενός επιστηµονικού
λόγου (βλ. Tiles. σελ. 158)
1. Σε πρώτη φάση το εµπειρικό αντικείµενο θεωρούµενο ως αντικείµενο
καταδεικτικής αναφοράς πρέπει να γίνει αντικείµενο επιστηµονικής διερεύνησης
1.1 Η καταδεικτική αναφορά µπορεί να λειτουργήσει µόνο σε ένα συγκεκριµένο
πολιτισµικό πλαίσιο (βλ. Wittgenstein [1963])
1.2 Το αντικείµενο εντάσσεται σε µία προβληµατική (βλ. Tiles σελ. 165)
Η πρωταρχική θέσπιση αντικειµένων ή φυσικών φαινοµένων, ως
αντικειµένων επιστηµονικής µελέτης, µπορεί να επιτελεστεί λοιπόν µόνο υπό
το φως κάποιας ασαφούς σχηµατικής (θεωρητικής) σύλληψης της φύσης τους,
τέτοιας ώστε να διέπει τη συστηµατοποίηση των σχετικών εµπειρικών
ταξινοµικών διαδικασιών.
Η σύλληψη του αντικειµένου της γνώσης προϋποθέτει το να έχουµε κάποια
ιδέα για τις µεθόδους µε τις οποίες µπορεί κανείς να προσποριστεί
περισσότερη γνώση σχετικά και ως εκ τούτου κάποια ιδέα για το τι θα
µπορούσε να είναι µία τέτοια γνώση (τι µορφή θα παίρνει, σε τι ερωτήσεις θα
απαντά). Αυτή την ιδέα την παρέχει η περιβάλλουσα προβληµατική. Η
προβληµατική προηγείται λοιπόν κάθε εµπειρίας από την οποία ενδέχεται να
αντλήσουµε γνώση.
2. Το αντικείµενο εγκαθιδρύεται ως αντικείµενο δηµόσιας έρευνας και δηµόσιας
γνώσης.
Η επιστηµονική διερεύνηση αφορά φαινόµενα τα οποία οι επιστήµονες
µπορούν να µελετούν συλλογικά και για τα οποία µπορούν να συζητούν
έχοντας τη βεβαιότητα ότι µιλούν για τα ίδια πράγµατα. Πρέπει να έχουν
συνοµολογηθεί µέθοδοι διερεύνησης και πιστοποίησης νέων γεγονότων σε
σχέση µε αυτά τα φαινόµενα.
2.1 Το αντικείµενο τοποθετείται εµπειρικά στο εσωτερικό ενός δικτύου υλικών
και αιτιακών, και όχι απλώς αντιληπτικών σχέσεων, οι οποίες, καθώς οι
σχετικές διαδικασίες τυποποιούνται διυποκειµενικά, καθιστούν τους
εµπειρικούς προσδιορισµούς του αντικειµένου περισσότερο ακριβείς και
λιγότερο υποκειµενικούς (βλ. Tiles σελ. 164 ). Μία τέτοια διαδικασία δεν είναι
ωστόσο απαραίτητο να αναπτύσσεται στο εσωτερικό µιας επιστηµονικής πρακτικής. Συχνά οι διαδικασίες µέτρησης µπορεί να αποτελούν αντικείµενο
απλών τεχνολογικών πρακτικών.
2.2 Είναι απαραίτητη η ανάπτυξη κάποιου τύπου τυπολογίας της
προβληµατικής.
Η επιστηµονική εµπειρική διερεύνηση δεν µπορεί να ξεκινήσει χωρίς
διυποκειµενικώς συµφωνηµένα και ως εκ τούτου ρητά εµπειρικά κριτήρια
για την ταυτότητα αυτού που πρόκειται να διερευνηθεί. Προαπαιτείται ένα
κοινώς αποδεκτό ταξινοµικό σχήµα, µία οντολογία. Η εγκαθίδρυση λοιπόν
του αντικειµένου ως αντικειµένου δηµόσιας έρευνας και γνώσης είναι µία
διαδικασία συγκρότησης αυτών των προϋποθέσεων
3. Το αντικείµενο εντάσσεται σε ένα θεωρητικό σύστηµα.
3.1 Από τη στιγµή που το εµπειρικά συγκροτηµένο εννοιολογικό σύστηµα ενός
επιστηµονικού πεδίου τυποποιηθεί, καθίσταται αυτοµάτως αντικείµενο
θεωρητικής επεξεργασίας, η οποία διεξάγεται ανεξάρτητα από την εµπειρική
διερεύνηση.
3.2 Η θεωρητική επεξεργασία επιδρά στο εννοιολογικό σύστηµα της επιστήµης
µεταβάλλοντας το. Οι πεποιθήσεις που αφορούν τη φύση των φαινοµένων που
πρόκειται να υποβληθούν σε περαιτέρω διερεύνηση χρησιµοποιούνται
θεωρητικά για να νοµιµοποιήσουν και να προσδώσουν ορθολογική βάση στις
µεθόδους που θα χρησιµοποιηθούν κατά τη διερεύνηση αυτή, διερεύνηση που
µπορεί τελικά να καταλήξει στην αναθεώρηση των πεποιθήσεων που την
κατέστησαν δυνατή (βλ. Tiles σελ.183)
3.3 Το γνωστικό αντικείµενο καθίσταται εποµένως ταυτόχρονα αντικείµενο
θεωρητικής επεξεργασίας και εµπειρικής διερεύνησης. Ως διαδικασία που
διασφαλίζει τη διαπλοκή θεωρητικών και εµπειρικών συλλήψεων, η εµπειρική
έρευνα εξαρτάται από τις εννοιολογικές και τις µεθοδολογικές αλλαγές της
θεωρητικής επεξεργασίας, ενώ ακολουθεί ένα συγκεκριµένο µεθοδολογικό
υπόδειγµα, που επιτρέπει την παραγωγή των εµπειρικών δεδοµένων και το
οποίο υπόκειται σε τεχνολογικούς περιορισµούς. Η εµπειρική έρευνα ως
πειραµατική διαδικασία οργανώνεται λοιπόν ταυτόχρονα θεωρητικά και
τεχνολογικά και αυτή η οργάνωση πραγµατώνεται σε ένα συγκεκριµένο
µεθοδολογικό υπόδειγµα που την προσδιορίζει ως µία ιδιαίτερη τεχνολογική
πρακτική .
2.2.2 Η ένταξη της εµπειρικής έρευνας σε ένα πειραµατικό σχέδιο
Κάθε µεµονωµένη εµπειρική έρευνα επιτυγχάνει µια µερική αναπαράσταση της
κοινωνικής πραγµατικότητας στο εµπειρικό επίπεδο.
Η αναπαράσταση αυτή είναι µερική διότι περιορίζεται στην αναπαράσταση ενός µόνο
φαινοµένου µε βάση µια συγκεκριµένη συγκυρία.
α. Η αναπαράσταση αυτή δεν εξαρτάται εποµένως µόνο από τα χαρακτηριστικά του
φαινοµένου αλλά και από τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας. Το ίδιο φαινόµενο αν το
αναπαραστούσαµε σε µια διαφορετική συγκυρία θα είχαµε διαφορετική
αναπαράσταση. Μία πλήρης αναπαράσταση της κοινωνικής πραγµατικότητας δεν
είναι εποµένως δυνατή παρά µέσα από την σύνθεση πολλαπλών εµπειρικών
καταγραφών.
β. Η αναπαράσταση της κοινωνικής πραγµατικότητας µέσω ενός µόνο φαινοµένου
δεν είναι επίσης πλήρης λόγω του υψηλού βαθµού αλληλεπίδρασης των κοινωνικών
φαινοµένων. Οι πειραµατικές συναλλαγές των κοινωνικών επιστηµών πρέπει εποµένως να
διοργανωθούν σε δύο διατάσεις:
α. Καθορίζοντας µια διαδικασία παρατήρησης που θα επιτρέπει την εκτέλεση ενός
πλήθους αυτόνοµων εργασιών παρατήρησης
β. Καθορίζοντας µια διαδικασία οµογενοποίησης
Τόσο η µία όσο και η άλλη βασίζονται στο ίδιο αυστηρό εννοιολογικό πλαίσιο που
συγκροτείται ωστόσο σταδιακά µέσα από την εξέλιξη της επιστήµης. Βασίζονται
ακόµη σε ένα αυστηρό µεθοδολογικό πλαίσιο. Το εννοιολογικό πλαίσιο συγκροτείται
από τις επιστηµονικές έννοιες του συγκεκριµένου ερευνητικού πεδίου και
συµπληρώνεται µε τη βοήθεια εννοιών που αντλεί από τρεις πηγές (Μπαλτάς[2000]
σελ 141):
α. Από ιδέες που προέρχονται από πρακτικές και θεωρητικές ιδεολογίες, από
ανεπεξέργαστα κοσµοείδωλα (του κοινού νου) συστηµατικοποιηµένες φιλοσοφίες
κ.λ.π.
β. Από τα µαθηµατικά
γ. Από άλλες επιστήµες ή επιστηµονικούς κλάδους πλην των
µαθηµατικών
Μια τέτοια οργάνωση των πειραµατικών συναλλαγών απαιτεί ένα µηχανισµό
συσσώρευσης και διαχείρισης των δεδοµένων, όχι µόνο για λόγους διάχυσης προς τις
διάφορες ερευνητικές που συµµετέχουν στην παραγωγή µιας τέτοιας συνολικής
αναπαράστασης, αλλά και για λόγους συνολικής επεξεργασίας αυτής της
πληροφορίας. Μια τέτοια οργάνωση είναι πρακτικά αδύνατη χωρίς την χρήση
πληροφορικής τεχνολογίας.
2.2.3 Η εµπειρική έρευνα ως επιστηµονική πρακτική.
Η κυριαρχία του εµπειρισµού προσδιόρισε ως µόνη προϋπόθεση για την
επιστηµονική εµπειρική έρευνα την ύπαρξη ενός αυστηρού µεθοδολογικού
υποδείγµατος. Εφόσον για τον εµπειρισµό η εµπειρική πραγµατικότητα είναι
θεωρητικώς ουδέτερη, η εµπειρική έρευνα πρέπει απλώς να τη συλλάβει και να
επεξεργαστεί. Οι εµπειρικές επιστηµονικές έννοιες δεν διαφέρουν από τις έννοιες του
κοινού νου. Η αµφισβήτηση του εµπειρισµού από τις σύγχρονες επιστηµολογικές
προσεγγίσεις που οδήγησε στην άρνηση της εµπειρικής ουδετερότητας των
δεδοµένων, καθόρισε την ύπαρξη ενός αυστηρού µεθοδολογικού υποδείγµατος ως
αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να ορισθεί η εµπειρική έρευνα ως
επιστηµονική πρακτική. Έτσι, η εµπειρική έρευνα δεν αποτελεί επιστηµονική
διαδικασία, παρά µόνο όταν οργανώνεται ως πειραµατική συναλλαγή ενός
συγκεκριµένου ερευνητικού πεδίου των κοινωνικών επιστηµών, όταν δηλαδή
συνδυάζει την µέθοδο της εµπειρικής διερεύνησης µε το συγκεκριµένο θεωρητικό και
εννοιολογικό πλαίσιο του ερευνητικού πεδίου. Για να αποτελεί εποµένως η εµπειρική
έρευνα πειραµατική συναλλαγή των κοινωνικών επιστηµών πρέπει οι
παρατηρησιακοί όροι βάσει των οποίων συγκροτείται να αποτελούν στοιχεία του
εννοιολογικού συστήµατος των κοινωνικών επιστηµών.
Μια επιστηµονική πειραµατική συναλλαγή δεν καθορίζεται ωστόσο µόνο από τη
διαδικασία και τις προϋποθέσεις της αλλά και τους στόχους της που δεν είναι άλλη
από την παραγωγή επιστηµονικών προϊόντων και όχι απλά εµπειρικών
αναπαραστάσεων της πραγµατικότητας. Η επιστηµονική εµπειρική έρευνα έχει
λοιπόν ως στόχο των έλεγχο συγκεκριµένων θεωρητικών υποθέσεων που σχετίζονται
µε συγκεκριµένες θεωρητικές έννοιες. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιων θεωρητικώνυποθέσεων η εµπειρική έρευνα δεν εµπίπτει στις διαδικασίες της επιστηµονικής
παραγωγής, παρά µόνο συγκυριακά στη φάση δηλαδή συγκρότησης του
συγκεκριµένου ερευνητικού πεδίου.
2.2.4 Η εµπειρική έρευνα ως τεχνολογική πρακτική
Η νέα προσέγγιση για την επιστηµονική εµπειρική έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη
και µιας άλλης θεωρητικής πρακτικής, η οποία βασίζεται στο µεθοδολογικό
υπόδειγµα της επιστηµονικής εµπειρικής έρευνας, χωρίς ωστόσο βασίζεται απολύτως
στο εννοιολογικό πλαίσιο των κοινωνικών επιστηµών. Αυτή η πρακτική αξιοποιεί τα
προϊόντα των κοινωνικών επιστηµών, (µεθόδους, έννοιες κ.λ.π.) για να παράγει
εµπειρικές αναπαραστάσεις της κοινωνικής πραγµατικότητας µε στόχο την εφαρµογή
τους σε µια σειρά πεδία της κοινωνικής ζωής. Αυτή την πρακτική θα πρέπει να την
αναγνωρίσουµε ως µία ακόµη τεχνολογική πρακτική. Μπορούµε λοιπόν να
ισχυριστούµε ότι ακόµη ότι η εµπειρική έρευνα ακόµη και όταν δεν εντάσσεται στην
επιστηµονική πρακτική των κοινωνικών επιστηµών αποτελεί µια τεχνολογική
εφαρµογή τους. Όπως συµβαίνει και µε κάθε άλλη σύγχρονη επιστήµη, οι
τεχνολογικές εφαρµογές των κοινωνικών επιστηµών, και συγκεκριµένα οι εµπειρικές
έρευνες, καθίστανται σήµερα απαραίτητες σε µια σειρά από κοινωνικές πρακτικές
που απαιτούν συστηµατική παρατήρηση της κοινωνικής πραγµατικότητας.
2.2.5 Οι αλληλεπίδραση επιστηµονικής και τεχνολογικής πρακτικής
Ακόµη όµως και όταν δεν αποτελεί πειραµατική συναλλαγή των κοινωνικών
επιστηµών, η εµπειρική έρευνα έχει µια ιδιαίτερη σηµασία για τις κοινωνικές
επιστήµες: παρέχει σε αυτές πρώτη ύλη για τη θεωρητική τους παραγωγή.
Η πρώτη ύλη που παρέχει η εµπειρική έρευνα είναι δύο ειδών:
α. τα εµπειρικά δεδοµένα, οι ίδιες δηλαδή οι εµπειρικές αναπαραστάσεις της
πραγµατικότητας, που επιτρέπουν να αξιολογήσουµε τις θεωρητικές µας υποθέσεις.
β. οι εµπειρικές έννοιες.
Η εµπειρική έρευνα παράγει αναπαραστάσεις στο εµπειρικό επίπεδο µε στόχο την
επίλυση συγκεκριµένων προβληµάτων τα οποία τίθενται από άλλες µη επιστηµονικές
πρακτικές. Αυτές οι αναπαραστάσεις συγκροτούνται µε τη βοήθεια εννοιών που
συχνά δεν προέρχονται από το εννοιολογικό σύστηµα των αντίστοιχων
επιστηµονικών πεδίων αλλά από τον κοινό νου. Αυτή η απόκλιση δεν οφείλεται
ωστόσο µόνο στην επιστηµονική αδυναµία των ερευνητών αλλά και σε ελλείψεις του
ίδιου του εννοιολογικού πλαισίου. Η ανακάλυψη ωστόσο συγκεκριµένων
κανονικοτήτων σχετικά µε κάποιες από αυτές τις καθαρά εµπειρικές έννοιες ανοίγει
το δρόµο στην επιστηµονική τους διερεύνηση. Αυτή η διεύρυνση ωστόσο του
εννοιολογικού πλαισίου είναι κατά πολύ συχνότερη στις κοινωνικές. επιστήµες σε
σχέση για παράδειγµα µε τη φυσική, ακριβώς λόγω του πολύπλοκου και δυναµικού
χαρακτήρα των κοινωνικών φαινοµένων και του πλήθους των εµπειρικών γεγονότων
που αυτό συνεπάγεται. Η ανάπτυξη εποµένως εννοιολογικών εργαλείων εξαρτάται
από την αντίστοιχη ανάπτυξη εµπειρικών αναπαραστάσεων και ανάποδα.
Οι εµπειρικές αναπαραστάσεις έχουν ωστόσο τριών ειδών περιορισµούς:
α. περιορισµούς ιδεολογικό- εµπειρικούς
Εφόσον µεγάλο µέρος των όρων που χρησιµοποιούν δεν εντάσσεται συστηµατικά σεένα αυστηρό εννοιολογικό σύστηµα
β. συγκυριακούς περιορισµούς
Εφόσον καθορίζονται από συγκεκριµένες συγκυρίες και αποτυπώνουν εποµένως
σταθερά και ασταθή χαρακτηριστικά
γ. τεχνολογικούς περιορισµούς
Τους περιορισµούς αυτούς τους εισάγουν τα πρακτικά όρια και οι δυνατότητες
αποτύπωσης και επεξεργασίας. Η ιδιαίτερη σηµασία της εκµηχάνιση ς της
θεωρητικής παραγωγής για την εµπειρική έρευνα και η ανάγκη εξέλιξης της
συγκεκριµένης τεχνολογίας.
Η εισαγωγή µιας τεχνολογίας και ενός συνόλου τεχνικών που βασίζονται στην
παρελθούσα εµπειρία είναι αυτή που καθιστά δυνατά τα καινούργια γεγονότα. Είναι
κατά αυτό τον τρόπο που υπεισέρχεται η λογική παραγωγή στις επαγωγικές
επιστήµες (βλ. Tiles σελ.183)
Εάν δεν έχουµε καµία βεβαιότητα για την ταυτότητα των συνθηκών υπό τις οποίες
εφαρµόζεται η έννοια, δεν έχουµε καµία βεβαιότητα για την αντικειµενική οµοιότητα
των οντοτήτων που εµπίπτουν στην έννοια µας. Η απλή αριθµητική επαγωγή λοιπόν
η οποία θα ξεκινούσε από έννοιες του κοινού νου, αποκλείεται ως µέθοδος
προσπορισµού αντικειµενικής γνώσης οποιουδήποτε τύπου, αφού προϋποθέτει την
αντικειµενική επάρκεια των αρχικών εννοιών µας, αυτών που διέπονται από την
αρχική υποκειµενική σκοπιά µας. Από την άλλη µεριά αυτό ενισχύει την αρχική
ανάγκη εµπειρικού συστηµατικού προσδιορισµού του αντικειµένου της
επιστηµονικής διερεύνησης, δια της χρησιµοποίησης συµφωνηµένων επαναλήψιµων
πειραµατικών διαδικασιών. Αλλά ακόµη και εδώ το πρόβληµα είναι ότι η αξιοπιστία
εκ µέρους µας ταυτοποίησης των φαινοµένων σχετίζεται µε την ακρίβεια της γνώσης
µας, µε την ευαισθησία των εµπειρικών ταξινοµητικών διαδικασιών.(βλ. Tiles σελ.
175)
Πρέπει να σκεφτόµαστε τα µεγέθη σε σχέση µε τις µεθόδους µέτρησης και όχι σε
σχέση µε τις ιδιότητες του µετρούµενου αντικειµένου. Είναι απαραίτητο να
σκεφτούµε για να µετρήσουµε και όχι να µετρήσουµε για να σκεφτούµε. Έτσι το
αντικείµενο της εµπειρικής διερεύνησης είναι ουσιωδώς συσχετισµένο µε τις
µεθόδους µέτρησης που χρησιµοποιούνται κατά τον εµπειρικό προσδιορισµό του.
Όταν αλλάζει ο βαθµός προσέγγισης αλλάζει µαζί του και η φύση του αντικειµένου,
καθώς τα σχετικά κριτήρια ταυτότητας είναι συνδεδεµένα µε πειραµατικές
διαδικασίες που χαρακτηρίζονται από ένα παγιωµένο επίπεδο ακρίβειας. (βλ. Tiles
σελ.178-179)
Είναι η πειραµατική µέθοδος που έχει την πρωτοκαθεδρία και όχι το αντικείµενο ως
ανεξάρτητο δεδοµένο.( βλ. Tiles σελ. 179)
Η επιτυχηµένη έκβαση του εµπειρικού επαγωγικού συλλογισµού απαιτεί την
αντικειµενοποίηση των εννοιών µας και αυτό µπορεί να επιτευχθεί' µόνο µε την
επιτυχηµένη διόρθωση τους. Οι ταξινοµήσεις πρέπει να καταστούν ακριβέστερες από
εµπειρική άποψη, οι έννοιες πρέπει να έρθουν σε στενότερη συµφωνία µε την
εµπειρία αλλά για να γίνει αυτό, η ίδια η εµπειρία πρέπει να εκλεπτυνθεί µε τη
βοήθεια οργάνων. (βλ. Tiles σελ. 180).
2.2.6 Η εξάρτηση από τις ερευνητικές υποδοµές
Οι κοινωνικές επιστήµες είναι υποχρεωµένες να παρατηρούν ένα πολύ µεγάλοπλήθος εµπειρικών γεγονότων. Και είναι ακριβώς αυτό το πλήθος η αιτία που η
εµπειρική παρατήρηση στις κοινωνικές επιστήµες καθίσταται αναγκαστικά έργο
συλλογικό και συνακόλουθα έργο εξαρτηµένο από την καταγραφή και τη
συσσώρευση παρατηρήσεων. Η τεχνολογία της καταγραφής και διαχείρισης των
δεδοµένων καθίσταται λοιπόν εξ ίσου συστατικό στοιχείο του µεθοδολογικού
υποδείγµατος των κοινωνικών επιστηµών, όπως ακριβώς και η µεθοδολογία της
επεξεργασίας. Το µεθοδολογικό υπόδειγµα των κοινωνικών επιστηµών είναι απόλυτα
εξαρτηµένο από τις τεχνολογικές υποδοµές που θα επιτρέψουν τη συσσώρευση και
την επεξεργασία των δεδοµένων.
Η ανάπτυξη αυτών των υποδοµών δεν αποτελεί απλή εφαρµογή χρήσης κάποιας
εξωτερικά αναπτυγµένης τεχνολογίας (π. Χ των βάσεων δεδοµένων ή του
διαδικτύου). Απαιτεί αντίθετα την ανάπτυξη µε τη βοήθεια αυτών των τεχνολογιών,
εντελώς νέων συστηµάτων που βασίζονται στις ιδιαίτερες τεχνολογικές προδιαγραφές
που καθορίζονται µε βάση τις θεωρητικές ιδιαιτερότητες των πειραµατικών
συναλλαγών των κοινωνικών επιστηµών.
Παρατηρήσεις
Οι κοινωνικές επιστήµες πρέπει να συγκροτήσουν το δικό τους σύστηµα
πειραµατικών συναλλαγών βασισµένο στη συσσώρευση εµπειρικών δεδοµένων, και
ταυτόχρονα πρέπει να επεξεργαστούν το δικό τους εννοιολογικό σύστηµα.
Η εµπειρική έρευνα οργανώνεται µε βάση το µονοφασικό µεθοδολογικό υπόδειγµα
που προβλέπει τον αυτόνοµο σχεδιασµό της. Παρόλο που ο σχεδιασµός αυτός µπορεί
γίνεται σε αναφορά µε τη θεωρία δεν βασίζεται σε έναν ενιαίο επιστηµονικό κώδικα.
1. Παρατηρούνται εποµένως αποκλίσεις στον ορισµό των αντικειµένων
παρατήρησης ανάµεσα στις διάφορες εµπειρικές έρευνες
2. Οι αποκλίσεις αυτές πρέπει να νοηθούν ότι οφείλονται σε ιδεολογικές
παρεκκλίσεις
3. Οι παρεκκλίσεις δεν οφείλονται µόνο σε θεωρητικές αδυναµίες αλλά και σε
µεθοδολογικές και τεχνολογικές αδυναµίες
4. Η πληροφορική τεχνολογία αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την
ανάπτυξη ενός περιβάλλοντος που θα επιτρέψει επιστηµονικές αναπαραστάσεις
στον χώρο των κοινωνικών επιστηµών.
5. Η συγκυρία ευνοεί τη συγκριτική έρευνα, επιτρέποντας την πρόσβαση και την
ανταλλαγή των δεδοµένων και την ανάπτυξη ανάλογων µηχανισµών.
6. Οι επιστηµονικές έννοιες ωστόσο πρέπει να νοούνται µέσα από τις σχέσεις τους. Η
αναστοχαστική εποµένως επεξεργασία των εµπειρικών εννοιών που έχουν
διαµορφωθεί από τις ανεξάρτητες και εν πολλοίς ασύµβατες µεταξύ τους
εµπειρικές έρευνες, συµβάλει στην ανάπτυξη ενός κοινού και σχετικά σταθερού
εννοιολογικού πλαισίου. Στο βαθµό που οι παρατηρησιακοί όροι κανενός
συνόλου δεν είναι θεωρητικά επαρκείς εκ προοιµίου είναι η σύγκριση τους αυτή
που επιτρέπει τον αναστοχασµό.
3 Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ
3.1 Το πειραµατικό σχέδιο των κοινωνικών επιστηµών (βλ. Tiles σελ. 84)
Το πειραµατικό σχέδιο των κοινωνικών επιστηµών δεν µπορεί να οργανωθεί µε βάση
µια απλή πειραµατική εργασία. Η φύση των κοινωνικών φαινοµένων επιβάλει ένα
σύνθετο πειραµατικό σχέδιο, επιβάλει τη συγκρότηση της επιστηµονικής εµπειρικής
παρατήρησης από ένα πλήθος διακριτών πειραµατικών εργασιών (εµπειρικών
καταγραφών). Και σε αυτή όµως την περίπτωση δεν διασφαλίζεται πλήρως η
αντικειµενικότητα της παρατήρησης. Το πειραµατικό σχέδιο πρέπει λοιπόν να
διασφαλίζει την έλεγχο των πειραµατικών αποτελεσµάτων αλλά και των διαδικασιών
µέσα από την συγκριτική εξέταση πολλών πειραµατικών διαδικασιών.
3.2 Το σύνολο δεδοµένων
3.2.1 ∆εδοµένα και µεταδεδοµένα
Η καταγραφή στοχεύει καταρχήν στην συλλογή δεδοµένων τα οποία θα αξιοποιηθούν
στη συνέχεια από την ανάλυση. Τα δεδοµένα είναι λοιπόν προφανώς ένα τελικό
προϊόν της εµπειρικής έρευνας. Εφόσον όµως οι κοινωνικές επιστήµες δεν διαθέτουν
ένα σταθερό σύστηµα παρατηρησιακών όρων, όπως συµβαίνει σε άλλες επιστήµες,
το σώµα των δεδοµένων δεν αποτελεί ένα επαρκές προϊόν που µπορεί να αξιοποιηθεί
από τρίτους χωρίς πρόσθετες πληροφορίες για τη διαδικασία της παραγωγής του. Για
να γίνει αυτό πρέπει να προσδιορισθεί και το µοντέλο κωδικοποίησης µε τη βοήθεια
του οποίου συγκροτήθηκε αυτό το σώµα των δεδοµένων. Απαιτείται λοιπόν ένα
πρόσθετο σώµα δεδοµένων που προσδιορίζει τα αντικείµενα της παρατήρησης και τις
ιδιότητες τους, δηλαδή τους παρατηρησιακούς όρους µε τη βοήθεια των οποίων
συγκροτήθηκε η µέτρηση. Αυτά τα πρόσθετα δεδοµένα, τα οποία ονοµάζουµε
µεταδεδοµένα, παράγονται επίσης κατά τη φάση της καταγραφής και αποτελούν
εποµένως και αυτά προϊόν της καταγραφής.
Η διαδικασία κωδικοποίησης της πραγµατικότητας σε κάθε συγκεκριµένη εµπειρική
έρευνα µε βάση το παρατηρησιακό µοντέλο του αναλυτή, αποτελεί µία συγκεκριµένη
µεθοδολογική προσέγγιση την οποία ονόµασα µονοφασικό µεθοδολογικό υπόδειγµα
(βλέπε Κάλλας[200 1]. Αποτέλεσµα αυτής της προσέγγισης είναι το γεγονός ότι οι
παρατηρησιακοί όροι αφορούν µία συγκεκριµένη εµπειρική έρευνα και
προσδιορίζονται κάθε φορά στο πλαίσιο της. Έτσι οι παρατηρησιακοί όροι, αφού δεν
αποτελούν σταθερά στοιχεία ενός αµετάβλητου παρατηρησιακού κώδικα των
κοινωνικών επιστηµών, δεν αποτελούν ούτε σταθερά µέσα της εργασιακής
διαδικασίας και ενσωµατώνονται στο τελικό προϊόν. Οι παρατηρησιακοί όροι
αποτελούν µεταβλητές ενός παρατηρησιακού µοντέλου της συγκεκριµένης κάθε
φορά καταγραφής, η οποία παρέχει όλες οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για
τον ορισµό τους και αποτελούν ουσιαστικά συµπληρωµατικά δεδοµένα της
συγκεκριµένης καταγραφής. Τα µεταδεδοµένα δεν αποτελούν ωστόσο δεδοµένα µε
τη στενή έννoια του όρου, εφόσον συνήθως δεν αποτελούν πρώτη ύλη για την
ανάλυση. Τα µεταδεδοµένα αναφέρονται τόσο στα αντικείµενα της παρατήρησης,
όσο και στον τρόπο οργάνωσης της καταγραφής. Συχνά παράγονται µεταδεδοµένα
και κατά την διαδικασία της αρχειοθέτησης. Στη λειτουργία των Αρχείων ταµεταδεδοµένα εκτελούν έναν διπλό ρόλο. Αφενός επιτρέπουν την αναζήτηση
δεδοµένων κατάλληλων για κάποια συγκεκριµένη δευτερογενή ανάλυση και
αφετέρου συµβάλλουν στην κατανόηση των δεδοµένων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι απολύτως απαραίτητο να τεκµηριώνονται σε κάθε
εµπειρική έρευνα οι µεταβλητές που επιλέγονται, για να είναι κατανοητά τα
παραγόµενα δεδοµένα στην επιστηµονική κοινότητα.
Τα µεταδεδοµένα είναι και αυτά δεδοµένα (βλέπε Williams[ 1998]). Υπάρχει όµως
µια ιδιαίτερη σχέση ανάµεσα σε δεδοµένα και µεταδεδοµένα, εφόσον τα δεύτερα
συµµετέχουν στον ορισµό των πρώτων. Εφόσον τα µεταδεδοµένα είναι και αυτά
δεδοµένα είναι λογικό να τα χειριζόµαστε ως δεδοµένα και να κάνουµε πράξεις µε
αυτά. Μπορούµε λοιπόν να χρησιµοποιούµε τα ίδια εργαλεία για επεξεργαζόµαστε
δεδοµένα και µεταδεδοµένα.
3.2.2 Τι ονοµάζουµε σύνολο δεδοµένων
Το τελικό προϊόν της καταγραφής το ονοµάζουµε σύνολο δεδοµένων.
Ως σύνολο δεδοµένων ορίζουµε τόσο το σώµα των δεδοµένων που παράγεται από µια
τουλάχιστον εµπειρική έρευνα, όσο και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την
τεκµηρίωση τους έτσι ώστε να γίνεται αξιοποιήσιµο από τρίτους. Ένα σύνολο
δεδοµένων αποτελείται εποµένως από το σώµα των δεδοµένων και το σώµα των
µεταδεδοµένων. Το σώµα των δεδοµένων περιλαµβάνει τις τιµές συγκεκριµένων
απλών µεταβλητών και πολύ συχνά δεν είναι παρά ένα απλό αρχείο µε αριθµούς. Το
σώµα των µεταδεδοµένων περιλαµβάνει πληροφορίες για τα δεδοµένα και
συγκεκριµένα: τον ορισµό των αντικειµένων της παρατήρησης και των µεταξύ τους
σχέσεων που τα συγκροτούν σε µία σύνθετη µεταβλητή που περιγράφεται από το
σχήµα της καταγραφής. Τις πληροφορίες που αναφέρονται στον ορισµό των απλών
µεταβλητών, των ιδιοτήτων δηλαδή του κάθε αντικειµένου παρατήρησης. Τις
πληροφορίες που αναφέρονται στην διαδικασία µέτρησης των µεταβλητών.
Ένα σύνολο δεδοµένων περιγράφεται λοιπόν από τα εξής στοιχεία:
1. Από ένα σώµα µεταδεδοµένων που ορίζουν τα αντικείµενα της παρατήρησης και
συγκεκριµένα
α. Από το σχήµα που περιγράφει τα αντικείµενα παρατήρησης και τις σχέσεις
µεταξύ των αντικειµένων.
β. Από ένα πλήθος απλών µεταβλητών, που περιγράφουν τις ιδιότητες των
αντικειµένων.
2. Από ένα σώµα δεδοµένων, δηλαδή από ένα σύνολο τιµών όλων των µεταβλητών
που αποτελεί το αποτέλεσµα µιας µέτρησης.
3. Από πληροφορίες σχετικές µε τον τρόπο και τις θεωρητικές υποθέσεις κάτω από
τις οποίες συγκροτήθηκε το ίδιο το σύνολο και πραγµατοποιήθηκε η µέτρηση.
Εφόσον οι µετρήσεις δεν είναι ουδέτερες ως προς τη θεωρία ούτε και ως προς τη
συγκυρία µέσα στην οποία καταγράφονται, η ένταξη µιας µεταβλητής στο
εννοιολογικό της πλαίσιο δεν εξαντλείται στις σχέσεις µε τις απλές µεταβλητές που
καθορίζει το σχήµα της. Μια σειρά από πρόσθετες πληροφορίες πραγµατολογικού
τύπου, όπως η περιγραφή της επιστηµονικής συγκυρίας µέσα στην οποία ορίζεται η
σύνθετη µεταβλητή και η περιγραφή της κοινωνικοοικονοµικής συγκυρίας στην
οποία αναφέρεται η σύνθετη µεταβλητή, είναι απολύτως απαραίτητες. Ένα σύνολο
δεδοµένων αποτελείται από ένα σώµα δεδοµένων και ένα σώµα µεταδεδοµένων. 3.3 Η οµογενοποίηση
3.3.1 Τι ονοµάζουµε οµογενοποίηση
Η εµπειρική έρευνα στις κοινωνικές επιστήµες βασίζεται στον σχεδιασµό αυτόνοµων
συνόλων δεδοµένων. Τα σύνολα αυτά βασίζονται στην παρατήρηση συγκεκριµένων
κάθε φορά εµπειρικών αντικειµένων που περιγράφονται από τις ιδιότητες τους. Οι
έρευνες που αναφέρονται σε διαφορετικά αντικείµενα είναι µεταξύ τους ασύµβατες.
Συχνά όµως διαφορετικές εµπειρικές έρευνες στοχεύουν στο ίδιο αντικείµενο το
οποίο περιγράφουν µε διαφορετικές ιδιότητες, µε αποτέλεσµα τα συµπεράσµατα τους
να καθίστανται ασύµβατα. Για να καταστούν αυτές οι έρευνες συγκρίσιµες πρέπει να
µετασχηµατισθούν κατάλληλα, δηλαδή να επαναπροσδιορισθούν οι εµπειρικές
έννοιες στις οποίες βασίζονται µέσα από τις µεταξύ τους σχέσεις αλλά και τις σχέσεις
τους µε τους άλλους όρους του συστήµατος και να ενταχθούν έτσι σε ένα ενιαίο
εννοιολογικό σύστηµα των κοινωνικών επιστηµών. Αυτή η διαδικασία σταδιακού
επαναπροσδιορισµού των εµπειρικών εννοιών ονοµάζεται οµογενοποίηση.
Η οµογενοποίηση βασίζεται λοιπόν στη σύγκριση των δεδοµένων διαφορετικών
συνόλων δεδοµένων, µε στόχο τον επαναπροσδιορισµό των µεταβλητών τους και τον
µετασχηµατισµό τους σε συµβατά και συγκρίσιµα σύνολα δεδοµένων.
3.3.2 Η διαδικασία της οµογενοποίησης.
Η οµογενοποίηση είναι µία σύνθετη διαδικασία που περιλαµβάνει δύο στάδια. Το
πρώτο αποτελεί ουσιαστικά µετασχηµατισµό των σχηµάτων των διαφορετικών
συνόλων δεδοµένων σε ένα ενιαίο σχήµα δεδοµένων. Το δεύτερο είναι ο
µετασχηµατισµός των ίδιων των δεδοµένων από το παλαιό σχήµα στο νέο. Αυτή η
διαδικασία επειδή επιτελείται συνήθως εκ των υστέρων, µετά δηλαδή από τη συλλογή
των δεδοµένων ονοµάζεται εκ των υστέρων οµογενοποίηση. Το πρώτο στάδιο της
διαδικασίας οµογενοποίησης µπορεί φυσικά να σχεδιασθεί και εκ των προτέρων
προσαρµόζοντας έτσι τις καταγραφές που αναφέρονται σε διαφορετικούς
κοινωνικούς σχηµατισµούς σε ένα κοινό σχήµα δεδοµένων πριν από τη συλλογή των
δεδοµένων. Η διαδικασία αυτή ονοµάζεται εκ των προτέρων οµογενοποίηση. Η
ύπαρξη συστηµάτων ενιαίας διαχείρισης µεταδεδοµένων διευκολύνει ουσιαστικά τη
διαδικασία της οµογενοποίησης.
3.4 Η έννοια της συλλογής
Οι ανάγκες της δευτερογενούς ανάλυσης συχνά επιβάλουν την αξιοποίηση ενός
πλήθους συνόλων δεδοµένων. Αυτά τα σύνολα δεδοµένων έχουν συγκροτηθεί πάνω
σε συγκεκριµένα αντικείµενα παρατήρησης που σχετίζονται µεταξύ τους. Η
συγκρότηση τους σε συλλογή απαιτεί τον προσδιορισµό συγκεκριµένων σχέσεων
ανάµεσα σε αυτά τα σχήµατα. 3.4.1 Τα στοιχεία που συγκροτούν µια συλλογή
Η αναφορά σε ένα συγκεκριµένο ερευνητικό πεδίο. Μια συλλογή συγκροτείται από
τα ακόλουθα στοιχεία
• Σύνολα δεδοµένων
• Έργα
• Φορείς
• Αποτελέσµατα
• Όροι
• Αντικείµενα
3.4.2 Η διαδικασία συγκρότησης µιας συλλογής
Η διαδικασία συγκρότησης µιας συλλογής δεν είναι η τυχαία συσσώρευση ορισµένων
αυτόνοµων συνόλων δεδοµένων. Κάθε συσσώρευση δεδοµένων που δεν είναι τυχαία
συγκροτείται στη βάση ενός κριτηρίου που ορίζει µία σχέση ανάµεσα στα
αντικείµενα που τη συγκροτούν. 4 Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
4.1 Τι ονοµάζουµε συγκριτική έρευνα
Ονοµάζουµε συγκριτική έρευνα τη σύγκριση ανάµεσα στις αναπαραστάσεις που
αναφέρονται σε δύο διαφορετικούς κοινωνικούς σχηµατισµούς. Η συγκριτική έρευνα
παρουσιάζει δύο ειδών δυσκολίες:
Η πρώτη σχετίζεται µε τη σύγκριση αναπαραστάσεων που αναφέρονται σε
διαφορετικές συγκυρίες.
Η δεύτερη σχετίζεται µε το γεγονός ότι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αναφέρονται
σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηµατισµούς, οι οποίοι ούτως ή άλλως απαιτούν
διαφορετική αναπαράσταση.
Υπάρχει ωστόσο και µια τρίτη δυσκολία που πρέπει να ξεπεραστεί: Οι συγκεκριµένες
αναπαραστάσεις δεν έχουν παραχθεί µέσα από την ίδια θεωρία.
Ποιος είναι λοιπόν ο στόχος της σύγκρισης;
Να ελεγχθεί η θεωρία
Να παραχθούν συµβατές αναπαραστάσεις
4.2 Ο σχεδιασµός συγκριτικών ερευνών.
Η σύγκριση διαφορετικών κοινωνικών σχηµατισµών απαιτεί το σχεδιασµό σταθερού
σχήµατος καταγραφής που καθιστά τα δεδοµένα που αναφέρονται σε διαφορετικούς
κοινωνικούς σχηµατισµούς συγκρίσιµα.
4.3 Η συγκριτική ανάλυση.
Η σύγκριση ανάµεσα σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηµατισµούς µπορεί να
βασισθεί και στη δευτερογενή ανάλυση. Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητη η
σύγκριση συνόλων δεδοµένων που έχουν προκύψει από ανεξάρτητες µεταξύ τους
καταγραφές. Για να καταστούν όµως αυτά τα διαφορετικά σύνολα δεδοµένων
συγκρίσιµα είναι απαραίτητος ο µετασχηµατισµός των δεδοµένων.
4.3.1 Η δευτερογενής ανάλυση
Η ανάλυση είναι µια από τις διαδικασίες µετασχηµατισµού των πρώτων υλών,
δηλαδή των δεδοµένων που προκύπτουν από τις πειραµατικές συναλλαγές των
κοινωνικών επιστηµών ή από κάποια προηγούµενη ανάλυση, σε νέα θεωρητικά
προϊόντα. Εποµένως η επιτυχία της ανάλυσης εξαρτάται από την διαθεσιµότητα των
δεδοµένων, αφού η έλλειψη τους περιορίζει τις δυνατότητες µαθηµατικής
επεξεργασίας. Η δευτερογενής ανάλυση βασίζεται στην επεξεργασία ήδη διαθέσιµων
δεδοµένων που δεν παράγονται για τις ανάγκες της συγκεκριµένης ανάλυσης. Κάθε
ανάλυση βασίζεται σε µια διαφορετική οπτική επί των διαθέσιµων δεδοµένων που
είναι οργανωµένα σε ένα ή περισσότερα σύνολα δεδοµένων. Αυτή η διαφορετική
οπτική αποτυπώνεται τελικά σε ένα νέο σχήµα δεδοµένων που µετασχηµατίζει µέρος
ή το σύνολο των δεδοµένων ενός ή περισσότερων διαθέσιµων συνόλων δεδοµένων σε
ένα νέο σύνολο δεδοµένων που περιλαµβάνει τις µεταβλητές της ανάλυσης. Η
µετάβαση από τα αρχικά σχήµατα της καταγραφής τα οποία περιέγραφαν τα
διαθέσιµα σύνολα δεδοµένων, στο σχήµα της ανάλυσης γίνεται µε τη βοήθεια
µετασχηµατισµών που βασίζονται κυρίως σε σχεσιακές πράξεις και δευτερευόντωςσε πράξεις υπολογισµού. Θα ονοµάσουµε αρχική επεξεργασία τη διαδικασία
µετασχηµατισµού των δεδοµένων µε στόχο τη δηµιουργία των κατάλληλων
µεταβλητών ενός συγκεκριµένου αναλυτικού σχήµατος.
Θα ονοµάσουµε κυρίως ανάλυση τη διαδικασία µετασχηµατισµού των δεδοµένων µε
στόχο την τεκµηρίωση συγκεκριµένων υποθέσεων.
4.3.2 Η δευτερογενής παραγωγή δεδοµένων.
∆εδοµένα ωστόσο δεν παράγονται µόνο από την καταγραφή αλλά και κατά την
επεξεργασία των διαθέσιµων δεδοµένων. Θα ονοµάσουµε αυτή την παραγωγή
δεδοµένων δευτερογενή. Μία µορφή δευτερογενούς παραγωγής δεδοµένων είναι η
παραγωγή µακροδεδοµένων. Παρόλο που τα µακροδεδοµένα και οι δείκτες
παράγονται καταρχήν στο πλαίσιο συγκεκριµένων αναλύσεων µε στόχο την
υποστήριξη συγκεκριµένων επιχειρηµάτων, αποκτούν συχνά µία αυτόνοµη σηµασία
και γίνονται αποδεκτά µε τη µορφή των δεικτών για να χρησιµοποιηθούν πλέον ως
δεδοµένα νέων αναλύσεων.
Μία άλλη µορφή δευτερογενούς παραγωγής είναι η διαδικασία οµογενοποίησης που
συνθέτει τα δεδοµένα διαφορετικών καταγραφών µε βάσει τις µεταβλητές που
χρησιµοποιήθηκαν σε ένα πλήθος από προηγούµενες αναλύσεις. Ονοµάζουµε
οµογενοποίηση τη διαδικασία µετασχηµατισµού δεδοµένων που προέρχονται από
διαφορετικά σύνολα δεδοµένων µε στόχο τη δηµιουργία νέων συνόλων δεδοµένων
κατάλληλων για συγκεκριµένου τύπου αναλύσεις σύµφωνα µε ένα συνεκτικό και
σχετικά σταθεροποιηµένο εννοιολογικό σύστηµα. Η οµογενοποίηση µπορεί να είναι
δύο ειδών εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων. Κατά την εκ των προτέρων
οµογενοποίηση το σχήµα όλων των καταγραφών καθώς και του τελικού συνόλου
δεδοµένων ταυτίζεται και ολοκληρώνεται πριν ξεκινήσει η πρώτη διαδικασία
καταγραφής ενώ κατά την εκ των υστέρων το σχήµα του τελικού συνόλου δεδοµένων
προκύπτει µετασχηµατίζοντας τα σχήµατα και τα δεδοµένα των καταγραφών που ήδη
έχουν ολοκληρωθεί σύµφωνα µε τις απαιτήσεις του συνόλου στόχου αλλά και τις
δυνατότητες των διαθέσιµων συνόλων δεδοµένων. Η οµογενοποίηση είναι µια
διαδικασία επεξεργασίας των µεταδεδοµένων. Κατά την οµογενοποίηση
χρησιµοποιούνται ως δεδοµένα οι µεταβλητές των διαθέσιµων συνόλων δεδοµένων
και οι θεωρητικές υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται η παραγωγή τους και όχι οι τιµές
των µεταβλητών. Η οµογενοποίηση είναι λοιπόν καταρχήν µία πράξη ανάλυσης και
επεξεργασίας µεταδεδοµένων και µόνο τελικά καταλήγει να είναι πράξη
µετασχηµατισµού των ίδιων των δεδοµένων. Κάθε εργασία οµογενοποίησης απαιτεί
λοιπόν τα δικά της εργαλεία διαχείρισης και επεξεργασίας των δεδοµένων της,
δηλαδή των µεταδεδοµένων, καθώς και τις δικές της θεωρητικές υποθέσεις. Θα
πρέπει να εντάξουµε την οµογενοποίηση στη φάση της καταγραφής και όχι σε αυτήν
της ανάλυσης, παρόλο που είναι µια διαδικασία καθοδηγηµένη εξ ολοκλήρου από τα
αποτελέσµατα και τις απαιτήσεις της Ανάλυσης. 5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η κοινωνική έρευνα ως διαδικασία επιστηµονικής παραγωγής βασίζεται στην
επεξεργασία της πρώτης ύλης (εµπειρικά δεδοµένα, αλλά και έννοιες και θεωρίες) µε
τη βοήθεια συγκεκριµένων µέσων παραγωγής (εννοιολογικού συστήµατος και
θεωρίες) µε στόχο την παραγωγή του επιστηµονικού προϊόντος. Τα εµπειρικά
δεδοµένα έχουν συχνά έξω-επιστηµονική προέλευση (προέρχονται δηλαδή από µη
επιστηµονικές πρακτικές) ή συγκροτούνται µε τη βοήθεια µη επιστηµονικών
εµπειρικών εννοιών, οι οποίες έχουν ιδεολογικό χαρακτήρα. Για να συγκροτηθούν
επιστηµονικοί όροι παρατήρησης είναι απαραίτητη η διαδικασία της οµογενοποίησης
ανάµεσα σε αυτόνοµα σύνολα δεδοµένων. 6 ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Althusser Loui
Για τον Μαρξ
Εκδόσεις Γράµµατα, 1978
2. Brown Ηarrοld
Αντίληψη, θεωρία και δέσµευση.
Μια νέα φιλοσοφία της επιστήµης
Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993.
3. Κάλλας Γιάννης
Η πληροφορική τεχνολογία στην κοινωνική έρευνα. Το πρόβληµα των
δεδοµένων
Εκδόσεις Νεφέλη-ΕΚΚΕ, 2001
4. Κάλλας Γιάννης
Σχεδιασµός ενός Περιβάλλοντος ∆ιαχείρισης Κοινωνικών ∆εδοµένων
Εκδόσεις ΕΚΚΕ Κείµενα Εργασίας 2001/15
5. Καππή Χ., Κονδύλη ∆., Φρέντζου Χ.
Πολυγλωσσικοί θησαυροί Όρων: Ζητήµατα Τεκµηρίωσης και Αναζήτησης.
Εκδόσεις ΕΚΚΕ Κείµενα Εργασίας 2001/16
6. Κάλλας Γιάννης
Οι ερευνητικές υποδοµές των κοινωνικών επιστηµών EKδόσε~Nεφέλη,2002
7. OECD:
Social Sciences for a Digital World: Building Infrastructure for the Future. Report
οn the OECD Ottawa Workshop οn Social Sciences (Oct. 1999) 27 -28 March
2000
8. Simon Herbert
Οι Επιστήµες του Τεχνητού
Εκδόσεις Σύναλµα, 1999
9. DDI (2000).
Data Documentation Initiative: Α Project of the Social Science Community.
http://www.icpsr.umich.edu/DD Ι
10. Leνy Ρ.
∆υνητική Πραγµατικότητα. Η φιλοσοφία του πολιτισµού του κυβερνοχώρου.
Εκδόσεις Κριτική, 1999
11. Levi-Strauss Claude
Structural Anthropology
Penguin Books, 1963
12. Wiener Ν.
Cybernetics, or Control and Communication in the Animal and the
Machine
Paris-Cambridge-N.York 1948. 13. Matthews Β.Μ, Miller Κ., Ramfos Α, Ryssevik J., Wilson M.D. Internationalising
data access thought LIMBER, in D.L.Day and
I.mdunckley (eds) Designing for Global Markets 3: proceedings of iwips2001
pgsI29-142, Open University:Milton Keynes. Presentation Μaterials
14. Ryssevik.(1999), Providing Global Access to Distributed Data Through Metadata
Standarisation. The parallell stories of NESSTAR and the DDI. Paper given at the
UN/ECE Work Session on Statistical Metadata, Geneva, Switzerland, 22-24
September 1999. http://www .nesstar/papers
15. Wittgenstein, Philosophical Investigations µτφρ. G.E.M. Anscombe,
Oxford: Blackwell, 1963.
16. Bachelard Gaston, Το νέο επιστηµονικό πνεύµα. Πανεπιστηµιακές
Εκδόσεις Κρήτης 2000.
17. Tiles Μ., Bachelard Gaston - Επιστήµη και Αντικειµενικότητα.
Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης 1999.
18. Husserl, Η Φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήµη. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα
2000.



Το αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή εδώ